«....Ήρθα στην Ελλάδα με τη
Μικρασιατική Καταστροφή. Ήταν μια εμπειρία συγκλονιστική. Έζησα την καταστροφή
της Σμύρνης, γιατί εκεί μέναμε. Είχαν χωρίσει τους άντρες από τις γυναίκες και
ο πατέρας μου με έσερνε στην κεντρική προκυμαία της Σμύρνης προσπαθώντας να
μπούμε σε καμιά βάρκα. Σε μία απόπειρά του να μπει στη βάρκα κάποιου πολεμικού
πλοίου ένας Γάλλος στρατιώτης που ήταν εκεί του πρότεινε το όπλο έτοιμος να τον
πυροβολήσει. Τότε ο πατέρας μου με σήκωσε στα χέρια του ψηλά, μπροστά από το
όπλο, και οπισθοχωρήσαμε. Αυτή η εικόνα έχει γραφεί στη μνήμη μου (......)
Με κάποιο τρόπο βρεθήκαμε στην
Ελλάδα(....) κι εκεί σε μια κάμαρα, μαζί με άλλους συγγενείς–ήμαστε θυμάμαι
εννιά άνθρωποι- στρώναμε κάτω, κοιμόμαστε και ζούσαμε, μέχρι που φτιάχτηκε ο
συνοικισμός (....)
Μπορώ να πω ότι στις πρώτες
φάσεις και σε ένα μεγάλο ποσοστό δεν ήμασταν και τόσο καλοδεχούμενοι από τον
ντόπιο πληθυσμό. Θυμάμαι τη λέξη τουρκόσποροι. Βέβαια δεν πρέπει να γενικεύει
κανείς, υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι άνοιξαν τα σπίτια τους και μας έβαλαν, αλλά
υπήρχε ο φόβος, η αντίθεση. Φοβούνταν μην τους πάρουμε τις δουλειές, το ένα, το
άλλο. Υπήρχε μία ξενοφοβία και μια υβριστική συμπεριφορά, την οποία με
εγκαρτέρηση υπέμειναν οι πρόσφυγες. Είναι χαρακτηριστικό ένα επεισόδιο που μου
έμεινε. Τότε τα ρολόγια τα κρεμούσαν με κάτι αλυσίδες και τα έβαζαν μέσα στο
γιλέκο. Κάποτε ο πατέρας μου ρώτησε έναν: «Σας παρακαλώ μου λέτε τι ώρα είναι;»
Και αυτός του απάντησε: «Μαζί το πήραμε το ρολόι;» Τον καταλάβαιναν δηλαδή ότι
ήταν πρόσφυγας και του συμπεριφέρονταν έτσι (....)
Εκεί λοιπόν στον προσφυγικό
συνοικισμό μαζί με άλλους πρόσφυγες έζησα τη συνέχεια της Μικρασιατικής
Καταστροφής. Δεν ήταν μόνο το ξερίζωμα για όλους αυτούς τους ανθρώπους αλλά και
η προσπάθεια να ανασυγκροτηθούν, να ζήσουν, να επιζήσουν (.....)
Πήγα σε ένα δημοτικό σχολείο στο
Βύρωνα τότε όποιος ήθελε να σπουδάσει πλήρωνε δεν ήταν δωρεάν η εκπαίδευση.
Θυμάμαι ότι από παιδί έφτιαχνα κάτι χαρτιά εκ μέρους του πατέρα μου που έλεγαν
: «τυγχάνω πρόσφυξ άπορος μη δυνάμενος να εκπληρώσω τα εκπαιδευτικά τέλη του
υιού μου». Πηγαίναμε στον παπά στην εκκλησία του δίναμε 25 δραχμές μας έδινε
ένα πιστοποιητικό απορίας και με την αίτηση κατεβαίναμε στο δημαρχείο παίρναμε
το χαρτί και γραφόμασταν στο δημοτικό (.....)
Ο πατέρας μου πήγε και δούλεψε
στου Δηλαβέρη, κάτω στα Άσπρα Χώματα στην Κοκκινιά και κατέβαινε με τα πόδια
στην Ομόνοια, έπαιρνε το σιδηρόδρομο, καμιά φορά όμως- όταν δεν είχε λεφτά-
πήγαινε με τα πόδια μέχρι εκεί (.....).
Εκείνο που ήταν χαρακτηριστικό,
που μου έκανε εντύπωση και χάραξε τη μνήμη μου, ήταν αυτή η εγκαρτέρηση του
κόσμου, η αισιοδοξία του, η προσπάθεια να βγει από τη συμφορά και να αρχίσει
μια καινούργια ζωή (......)
Μου έκανε εντύπωση ότι παρά τις εξαιρετικά
δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στους καταυλισμούς, φρόντιζαν πολύ για την
καθαριότητα. Τότε τα πρώτα σπίτια ήταν παράγκες, οι ακαθαρσίες και τα νερά ήταν
στους δρόμους, οι κότες κυκλοφορούσαν ελεύθερες κι όμως έβλεπες αυτά τα σπίτια
-που ήταν παράγκες- καθαρά κι ασβεστωμένα. Πολύ χαρακτηριστικά μου έχουν μείνει
στη μνήμη τα σιδερωμένα κουρτινάκια στα παράθυρα. Επίσης οι κοπέλες που έκαναν
το κοπανέλι και έφτιαχναν δαντέλες τις οποίες έβαζαν σε σεντόνια. Έβλεπες
γκαζοντενεκέδες με βασιλικούς, με γεράνια και ξαφνικά να πετάγεται μια νέα
κοπέλα με ένα μπλουζάκι σιδερωμένο: έβλεπες δηλαδή τη ζωή, τον παλμό της ζωής
(.....) Υπήρχε μία ζωτικότητα, μια προσπάθεια πολιτισμού και δράσης. Ούτε
μεμψιμοιρία ούτε πεσιμισμός (.....).
Αυτό πραγματικά που με εντυπωσίαζε
και μου έμπαινε μέσα στις φλέβες ήταν ότι έβλεπα πως πρέπει ο άνθρωπος να
στέκεται όρθιος. Τα ήθη και τα έθιμα δεν έσβησαν (.....) »
(χαρακτηριστικά αποσπάσματα από μαρτυρία του Σταύρου Κασιμάτη σε
βιβλίο του Στ. Κούλογλου...
Τον άνθρωπο αυτόν δεν τον ξέρουμε
ούτε έτυχε ποτέ να τον συναντήσουμε. Επίσης δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ήταν καν φίλαθλος. Θα μπορούσε όμως να είναι ο παππούς ή ο πατέρας πολλών από μας, άλλωστε
αυτή η συγκλονιστική αφήγηση τα λέει όλα ! Από την πλευρά μας και κλείνοντας το
σημερινό μας κειμενάκι θα πούμε μονάχα το εξής : Μέσα στο ψευδομοδάτο κλίμα της λεγόμενης σύγχρονης εμπορευματοποιημένης εποχής όπου σχεδόν τα πάντα υπόκεινται στους.... νόμους της
προσφοράς και της ζήτησης, του μάρκετινγκ και όλων των συναφών, εμείς επιμένουμε να διδασκόμαστε από την ιστορία της Προσφυγιάς και να μην ξεχνάμε....Οι πανάκριβες αναμνήσεις εκείνης της γενιάς είναι η δική μας πολύτιμη κληρονομιά και από την πλευρά μας διαμηνύουμε στους προγόνους μας -που κατάφεραν από το μηδέν να χτίσουν μια αξιοπρεπή ζωή- ότι εμείς σε τούτα εδώ τα δικά μας ιερά χώματα, στη ΝΕΑ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ, οικοδομούμε το Σπίτι των Ονείρων μας, το Κέντρο Πολιτισμού και Μνήμης της αθάνατης Προσφυγιάς !!!!!
*Για την υπογραφή :
“ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ
ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ”