«Οι αξιωματικοί οργανώνουν πάρτι στα πλοία. Ο Γάλλος
πρόξενος θα ζητήσει συγνώμη, για μια του βραδυπορία σε ένα πάρτι, γιατί η βάρκα
του είχε σφηνώσει ανάμεσα στα πτώματα» !
«ΜΑΤΩΜΕΝΑ
ΧΩΜΑΤΑ»*
«Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε ή Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας. Η
καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος
καταλύτης άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος
ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα
το πρόσταγμα. Τσαλαπατά ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την
καρδιά. Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις(...)Τι
κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι σύμμαχοι οι ναυάρχοι με τα χρυσά
σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ; Στήσανε κινηματογραφικές
μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας!
Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια τής χαράς για
να μη φτάνουν ίσαμε τ' αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι
επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πώς μια, μόνο μια κανονιά, μια
διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα εκείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!»
«ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ»*
«Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και
οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή
ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι
να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν; Τρέμαν
ακόμα απ΄ το φόβο. Τα
μάτια τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και
σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι
λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί
τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και
για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε
μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους,
κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές…. Κι είπαν: περαστικοί είμαστε,
ας βολευτούμε όπως-όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι
αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τo αλάτι.
Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο
καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της
Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως
ήσουνα νοικοκύρης. Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον
πόλεμο, τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ. Μα πριν απ΄ όλα τον
ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε
μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού....»
(*Αποσπάσματα από τα ομώνυμα βιβλία της Διδώς
Σωτηρίου)
Για την
υπογραφή:
Συσπείρωση Οπαδών Α.Ε.Κ
“ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ”