Ο τίτλος αφορά ένα πασίγνωστο θεατρικό έργο του Ιρλανδού νομπελίστα συγγραφέα Σ. Μπέκετ. Με δυό λόγια, η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από ένα απίθανο πρόσωπο (τον “Γκοντό”) ο οποίος αναμένεται ως κομιστής σωτηρίας, μόνο που αυτή δεν θα έρθει ποτέ, γι΄ αυτό, αλληγορικά, ούτε ο Γκοντό θα υπάρξει ποτέ ώστε να φέρει κάτι το έμπρακτο! Στην αγγλική του μετάφραση από τον ίδιο το Σάμιουελ Μπέκετ, το έργο έχει υπότιτλο “τραγικωμωδία σε δυο πράξεις”.
Έχουν γραφεί πολλά για την υπόθεση του έργου, ιδού ορισμένα:
Δύο πρωταγωνιστές, άστεγοι, ρακένδυτοι και κωμικοτραγικοί, περιμένουν στη διάρκεια δύο ημερών (πράξη Πρώτη και πράξη Δεύτερη) τον Γκοντό. Καθημερινά επισκέπτονται ένα ψωραλέο δέντρο και κάτω από εκεί περιμένουν. Όση ώρα τον περιμένουν, μιλάνε μεταξύ τους, χωρίς να λένε στην ουσία τίποτα, συναντούν άλλους δύο ανθρώπους, τον Πότζο και τον υπό πώληση σκλάβο του Λάκυ, βαριούνται, λυπούνται, χαίρονται. Παράλληλα, σχεδιάζουν την αυτοκτονία τους, αλλά διαρκώς αναβάλλουν την υλοποίησή της, γιατί πρέπει να περιμένουν τον Γκοντό. Στην ουσία, ο λόγος που δεν αυτοκτονούν είναι ο ίδιος ακριβώς με αυτόν που θέλουν να αυτοκτονήσουν. Ότι δεν υπάρχει λόγος, για καμία πράξη. Τα πράγματα, στο έργο, μοιάζουν να συμβαίνουν από μόνα τους. Οι άνθρωποι στην σκηνή μοιάζουν με υπνοβάτες.
Ένα άλλο παράδοξο, από τα πολλά του έργου, είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι, αν και ντυμένοι σαν αλήτες του δρόμου, ακούγονται συχνά σαν κάτοχοι διδακτορικού. Αυτή η αντίφαση έχει επισημανθεί από πολλούς. Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει ρωτηθεί επ' αυτού. “Και πού το ξέρετε ότι δεν έχουν διδακτορικό;” απάντησε αφοπλιστικά. Έτσι κι αλλιώς, στο έργο ο λόγος είναι ένα “καπέλο”, που το φοράς και αρχίζεις να απαγγέλεις βαρύγδουπες ιδέες, που όμως τελικά είναι κουταμάρες και ασυναρτησίες. Ο λόγος της επιστήμης είναι ένας λόγος, που κανείς δεν θέλει να ακούει. Ακόμα, είναι η φωνή κάποιων σκλάβων που παριστάνουν τους ταγούς. Είναι μια παρωδία!
Ο Ιρλανδός κριτικός Βίβιαν Μερσιέ έγραψε για το έργο, ότι ο Μπέκετ “πέτυχε κάτι που θεωρητικά είναι αδύνατον. Ένα έργο, στο οποίο τίποτα δεν συμβαίνει και όμως κρατάει τους θεατές καρφωμένους στις θέσεις τους. Κι ακόμα περισσότερο, καθώς η δεύτερη πράξη είναι μια ελαφρά παραλλαγή της πρώτης, αυτό που έγραψε είναι ένα έργο, στο οποίο τίποτα δεν γίνεται δύο φορές”.
Τo 1998 ψηφίστηκε ως το «έργο του αιώνα» από τους κριτικούς και το Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου.
Η παράσταση αποτελεί δείγμα του λεγόμενου “θεάτρου του παραλόγου”.
ΥΓ. Αναλυτική συζήτηση με ειδήμονες για το έργο, προσεχώς στο club μας, στην ειδική βραδιά πολιτισμού και προβολής βίντεο.
* Για την υπογραφή :
Η Γενική Συνέλευση
των « ΠΕΙΡΑΤΩΝ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ»